07/09/2025
Άγιος Ιωσήφ ο Ηγιασμένος ή Σαμάκος

Άγιος Ιωσήφ ο Ηγιασμένος ή Σαμάκος

Ένα από τα μοσχομύριστα άνθη που στολίζουν το πνευματικό περιβόλι της Εκκλησίας της Κρήτης είναι κι ο Όσιος πατήρ ημών Ιωσήφ ο Ηγιασμένος ο επονομαζόμενος Σαμάκος. Ο Άγιος Ιωσήφ ήταν γέννημα και θρέμμα της Κρήτης με καταγωγή από το χωριό των Κεράμων, το σημερινό Αζωκέραμο Σητείας. Γεννήθηκε λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης , δηλ. περί το 1440 μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Όταν ο θείος Ιωσήφ ήλθε ηλικία δεκτική μαθήσεως, εμπιστεύθηκαν το μοναχοπαίδι τους σε θεοσεβέστατο και σεβάσμιο πνευματικό πατέρα ιερομόναχο του Μονυδρίου του Αγίου ενδόξου και πανευφήμιου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, που έφερε και την ονομασία του Δερματάνου. Το μικρό αυτό Μοναστήρι ευρίσκετο σε παραθαλάσσιο μέρος της πόλης του Ηρακλείου και συγκεκριμένα στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα ο Ιερός Ναός Αγίας Τριάδος. Έτσι από μικρός ο Άγιος εγκαταλείπει τους γονείς του και μπαίνει στο Μοναστήρι όπου ζει με χαρά το πνεύμα του Μοναχισμού. Διδασκόμενος εκεί, όχι μόνον τα κοινά γράμματα, αλλά και τα καλά και θεάρεστα ήθη, έμαθε σε λίγο καιρό όσα ήταν αρκετά για τη σωτηρία του. Μελετώντας καθημερινά τα ιερά βιβλία της εκκλησίας μας και τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων, γνώρισε την πλάνη του κόσμου και τη ματαιότητα. Μίσησε όλα τα προσωρινά και τα επίπλαστα του βίου τούτου και πόθησε τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά του Ουρανού. Υπέταξε με υπακοή και ταπείνωση το θέλημα του στον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο κι άρχισε παιδί ακόμα να ζει ζωή αγία. Τροφή του απόλαυση και αγαλλίαση του ήταν οι καθημερινές ιερές Ακολουθίες της Μονής, τις οποίες παρακολουθούσε με μεγάλη ευλάβεια. Για εργόχειρο είχε την καλλιγραφία στην οποία διέπρεψε. Οι γονείς του βλέποντας τη θεοσέβεια του την πνευματική πρόοδο και γενικά την αρετή του, ευφραίνονταν και δόξαζαν το Θεό.

Ο θάνατος των γονέων του και η διανομή της περιουσίας του.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι ευσεβέστατοι γονείς του κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Ο θάνατος τους τον βρίσκει πνευματικά ώριμο και αρκετά καλλιεργημένο. Την περιουσία που κληρονόμησε από τους γονείς του ως μοναχοπαίδι που ήταν δεν την κράτησε για τον εαυτό του. Ο μακάριος Ιωσήφ δε σαγηνεύτηκε από τα πολλά υπάρχοντα που περιήλθαν στην κληρονομιά του. Με την υπόδειξη του πνευματικού πνευματικού του πατέρα αγίου ιερομόναχου τα διαμοίρασε όλα στους φτωχούς κι έμεινε ελεύθερος από τις μέριμνες των υλικών και των εγκοσμίων. Ζούσε με πολλή ταπείνωση και καταδάμαζε το φρόνημα της σάρκας με νηστεία υπέρμετρη, με αγρυπνία και αμέτρητες γονυσκλισιές. Προσευχόταν αδιάλειπτα και νικούσε τις απαιτήσεις του σώματος με λίγο ψωμί και νερό κι ελάχιστο ύπνο. Επιβαλλόταν προς το σκοπό αυτό σε κάθε είδος ασκήσεως κι εγκράτειας. Με το συνεχή πνευματικό αγώνα αλλά κυρίως με τη θεία Χάρη έγινε σύντομα σκεύος εκλογής και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Το παράδοξο ήταν ότι καίτοι βρισκόταν στο μέσω της πόλεως και των θορύβων του κόσμου καταπάτησε όλες τις πανουργίες των σκοτεινών δυνάμεων ώστε και οι ασώματοι άγγελοι εξεπλάγησαν. Ο πνευματικός του πατέρας βλέποντας αυτόν να προκόπτει από μέρα σε μέρα στους αγώνες της ασκήσεως και ν’ ανεβαίνει από αρετή σε αρετή τον έκειρε και περιβλήθηκε το θείο και αγγελικό σχήμα του Μοναχού. Τώρα ως αφιερωμένος πλέον στο θεό εκτείνει τον αγώνα του. Φροντίζει να διατηρεί τον εαυτό του άψογο από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος. Αγωνίζεται να τηρεί το νου και την καρδιά καθαρή ακόμα κι από τους μικρούς καθημερινούς λογισμούς. Εξομολογείται στον άγιο Γέροντά του και δέχεται με ταπείνωση και σεβασμό τις σαφές συμβουλές του. Γίνεται με άλλα λόγια υπόδειγμα Μοναχού. Ένας άγγελος επίγειος, ένας ουράνιος άνθρωπος.

Χειροτονείται ιερέας και μετά το θάνατο του Γέροντα του γίνεται Ηγούμενος.

Τέτοιος Μοναχός όντας δέχεται μεγάλη κλήση της Ιεροσύνης. Ο Γέροντας του, αφού τον δοκίμασε αρκετό χρονικό διάστημα, τον έκρινε άξιο να τον ανεβάσει στο αξίωμα της Ιεροσύνης. Έτσι, κάνοντας υπακοή στον πνευματικό του πατέρα, αναχωρεί με μια επιστολή στα χέρια του για τον Αρχιερέα του τόπου. Ο Αρχιερέας κατά τη συνάντηση και συζήτηση που είχε με τον ευλογημένο Ιωσήφ, θαύμασε τη σύνεση αυτού, το ήθος του, ως και την άκρα ταπείνωση του και τον χειροτόνησε μετά από λίγο, διαδοχικά, Διάκονο και Πρεσβύτερο, χωρίς δισταγμό. Στη συνέχεια τον έστειλε στο Γέροντά του να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Εκείνος τον δέχτηκε με πολλή συγκίνηση κι αφού καθοδήγησε σ’ όλες τις αναγκαίες χρείες της Ιεροσύνης, έπαυσε να τελεί τις Θείες Ιερουργίες διότι ήταν γέροντας πλέον. Έκτοτε, ο Άγιος Ιωσήφ αρχίζει να τελεί τη θεία Λειτουργία άμεμπτα και καθαρά, όπως πρέπει σε λειτουργό του Υψίστου. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο πνευματικός του πατέρας και διδάσκαλος του ασθένησε και προγνωρίσας το θάνατο του κάλεσε τον Όσιο Ιωσήφ και του είπε: «Εις εμέ, ώ τέκνον, έφθασε ο καιρός της εμής τελευτής και υπάγω εκεί, ένθα λαμβάνει έκαστος κατά τα έργα του. Συ δε πρόσεχε καλώς να φυλλάτεις με πολλή επιμέλεια τον εαυτόν σου και το ποίμνιον σου, διότι θα δώσεις απολογία εις τον δίκαιον Κριτήν δι’ αυτό. Να προσεύχεσαι αδιαλείπτως. Να περνάς τη ζωή σου ήσυχον κι αφιλόνικον. Μην αφήσεις την Ακολουθίαν σου και τον Κανόνα σου. Να επιμελείσαι τους φτωχούς. Να βοηθείς όσο δύνασαι τις χήρες και τα ορφανά, να παρηγορείς πάντα με τρόπο εκείνους, οι οποίοι βρίσκονται εις θλίψεις και εις συμφοράς. Και εις καιρόν κατά τον οποίον εκτελείς τη Θεία Λειτουργία να έχεις το νου σου προσκολλημένο εις το Θεό, Τον Μέγα Αρχιερέα. Κάνε ακόμη κι ταύτην την μικρήν παραραγγελίαν, μοίρασε εις τρία τα υπάρχοντα μου και το εν μερίδιον στείλε το εις το Άγιον Όρος του Άθωνος το άλλο εις το Άγιον Όρος του Σινά και το υπόλοιπο ει τη δική σου διατροφή, πλην το μέσον των δύο μερίδων δυάδος και εις τους ενδεείς και φτωχούς.» Αφού είπε αυτά, ευχήθηκε προς το Θεό υπέρ αυτού και παρέδωσε το πνεύμα.

Διανέμει τα υπάρχοντα του Γέροντά του, κάνει ελεημοσύνες και ζεί κατά τρόπο θαυμαστό.

Ο Άγιος Ιωσήφ λυπήθηκε πολύ για το θάνατο του Γέροντα του αλλά περισσότερο για την πνευματική του ορφάνια. Αφού τον έκλαψε όσο έπρεπε τον εκήδευσε με ευλάβεια. Έπειτα μετέβει για προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Όταν επέστρεψε στο Μοναστήρι που εγκαταβιούσε, συνέχισε τη διανομή των υπαρχόντων του Γέροντα, όπως είχε λάβει εντολή απ’ εκείνον. Μετά την κοίμηση του Γέροντα αναδεικνύεται Ηγούμενος του Μονυδρίου. Τώρα, εντείνει περισσότερο τον αγώνα και την πνευματική επαγρύπνηση. Στόχος του είναι να ευαρεστήσει τον Κύριο. Πόθος του η Βασιλεία των Ουρανών. Χαρά του η υλοποίηση του θελήματος του Θεού. Δεν κάνει συμβιβασμούς. Καθημερινά, φροντίζει να κρατά άσβεστη τη φλόγα που άναψε μέσα του η Θεία Χάρη. Απαλλάσσει το σώμα από το φρόνημα της σαρκός με σκληρούς αγώνες και υποτάσσει αυτό στην ψυχή. Σηκώνει αγόγγυστα το σταυρό του, αγωνιζόμενος νυχθημερόν να γίνει μέτοχος της χαράς της Αναστάσεως. Πρωτοστατεί σε έργα αγάπης, κάνει κάθε θεάρεστη πράξη και προ πάντων την προς τον πλησίον αγάπη χωρίς όρια, με την ελεημοσύνη. Το αποτέλεσμα της θυσίας του φυσικό κι αναμενόμενο. Σε λίγες ημέρες είχε δώσει στους έχοντας ανάγκη όλο το μερίδιο, το οποίο του άφησε ο Γέροντας του για διατροφή του. Έτσι έγινε τόσο φτωχός ώστε δεν είχε ούτε εκείνη την καθημερινή τροφή για να ζήσει. Πολλές φορές πήγαιναν σ’ αυτόν πολλοί φτωχοί ζητώντας ελεημοσύνη, και μη έχοντας κάτι να τους δώσει λυπόταν υπερβολικά. Αλλά ο Πανάγαθος Κύριος μας, ο Οποίος ερευνά τις καρδιές των ανθρώπων, βλέποντας τον αυτόν λυπημένο , ενεργούσε θαυμαστά και βρίσκονταν ψωμιά στο καλάθι του Οσίου. Έτσι έδινε στους φτωχούς και τρέφονταν κι ο ίδιος. Και δεν πρέπει να απιστεί κανένας εις τούτο διότι ο Κύριος μας κήρυξε στο Ευαγγέλιο Του: « Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν». Αλλά και πάλι με τον προφήτη Δαυίδ μας διαβεβαίωσε. « Επίρριψον επί Κύριον την μέριμναν σου κι αυτός σε διαθρέψει ». Ο μακάριος Ιωσήφ όταν Ιερουργούσε, τις προσφορές που προσκομίζονταν για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μετά την εξαγωγή των μερίδων στο τέλος της Ακολουθίας τις έδινε στους φτωχούς. Πολλές φορές πήγαινε τα μεσάνυχτα στα σπίτια των φτωχών και άφηνε κρυφά ότι είχαν ανάγκη και με πολλή σπουδή επέστρεφε για να μην τον δει κανένας. Διότι μαθαίνοντας από τον Κύριο, το « μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου » καθώς και το σοφό απόφθεγμα του Σολομώντα « Δανείζει θεό ο ελεών πτωχόν » δεν έπαυε να φροντίζει της φτωχούς μέρα και νύχτα. Και μάλιστα όταν δεν είχε τίποτα να τους δώσει ζητούσε δανεικά για να τους ενισχύσει. Επικσέπτονταν ακόμα και τους φυλακισμένους και τους ασθενείς και έδινε ελεημοσύνη προς κάθε ανίκανο και έχοντας ανάγκη. Η αγάπη του αλλά και η ελεημοσύνη του για τους φτωχούς έμεινε παροιμιώδης. Πολλές φορές έμεινε νηστικός για να βοηθήσει συνανθρώπους. Κάποτε, κατά τη σεβάσμιο εορτή του ενδόξου Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, που πανηγύριζε το Μονύδριο, οι Χριστιανοί πρόσφεραν στο Ναό πλήθος προσφορών, τις οποίες ο Άγιος Ιωσήφ διαμοίρασε στους φτωχούς και το βράδυ της ίδιας ημέρας δεν είχε κρατήσει καμία για τον εαυτό του. Λέγεται λοιπόν ότι από άλλον πήρε λίγο ψωμί και έφαγε.

Ουρανόσταλτες προσφορές για την τέλεση Θείας Λειτουργίας.

Άλλοτε πάλι κατά την ίδια εορτή συνέβη οι Χριστιανοί να προσφέρουν στο Ναό λαμπάδες και θυμιάματα αλλά καμία προσφορά. Ο Όρθρος πλησίαζε στο τέλος του και προσφορά δεν υπήρχε. Ο νεωκόρος έμπαινε κι έβγαινε ανήσυχος. Βλέποντας, ότι δεν υπάρχει προσφορά προς τέλεση της Θείας Μυσταγωγίας και η ώρα περνούσε, πήγε στον Όσιο και του είπε: Πάτερ τίμιε ο καιρός της Θείας Λειτουργίας έφθασε και προσφορά δεν είναι. Πες μου τι να κάνω ; Πως θα λειτουργήσουμε σήμερα εορτή του Αγίου μας ; Κι εκείνος του αποκρίθηκε κατά την Αβραμιαία εκείνη φωνή και πίστη: « Θεός όψεται εαυτώ προσφοράν, τέκνον, εις θυσίαν εαυτού». « Ο Θεός θα στείλει προσφοράν παιδί μου. Έχει εκείνος ενδιαφέρον για μας. Μην έχεις αγωνία αλλά εμπιστοσύνη στον Κύριο μας». Στο τέλος της ακολουθίας του Όρθρου ο Άγιος Ιωσήφ λέγει στο νεωκόρο. «πήγαινε τέκνον εις το Άγιον Βήμα ιδέ εις το δεξιόν μέρος και θα βρείς αυτό που ζητάς με την χάριν του Χριστού μας ». Και μπαίνοντας εκείνος στο Άγιο Βήμα, βλέπει στο δεξιό μέρος αυτού, ω του θαύματος !, όχι μόνο μία προσφορά αλλά πολλές μεγάλες και καλές προσφορές, σταλμένες από τον ουρανό. Το θαύμα αυτό τον συγκλονίζει και τον χαροποιεί. Δεν αντέχει να το κρατήσει μυστικό και με μεγάλη φωνή το κηρύττει στους πιστούς. Τότε ο Όσιος τον επιτίμησε και του συνέστησε να σιωπήσει. Ο ταπεινός Ιωσήφ συνέχισε τη Θεία Λειτουργία, δοξάζοντας και ευχαριστώντας το Θεό. Όταν δε τελείωσε τη Θεία Λειτουργία, διαμοίρασε τις ουρανόσταλτες εκείνες προσφορές στους φτωχούς, όπως είχε συνήθεια να κάνει πάντοτε, προς δόξα Θεού, «του ποιούντος μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα και εξαίσια αναρίθμητα».Έτσι λοιπόν, επιβραβεύθηκε η απόλυτη εμπιστοσύνη του Αγίου στη Θεία Πρόνοια. Ο ενάρετος Άγιος Ιωσήφ γνωρίζοντας και το ρητό του Αποστόλου, ότι πρέπει να υποτασσόμαστε στους Άρχοντες του τόπου, απέδιδε προς αυτούς την πρέπουσα τιμή.

Δέχεται κέρασμα οίνου από Εβραίους, τον οποίον ευλογεί Χριστιανικά.

Ο Όσιος πατέρας μας Άγιος Ιωσήφ μια ημέρα έχοντας κάποια ανάγκη έπρεπε να πάει σε άλλον τόπο. Καθ’ οδόν όμως, διήλθε από τις κατοικίες των Εβραίων οι οποίοι μόλις τον είδαν σκέφτηκαν να τον εμπαίξουν. Εγέμισαν λοιπόν ένα ποτήρι κρασί κι ένας από αυτούς το έδωσε στον Όσιο λέγοντας: «Πίε πάτερ τον οίνον τούτο». Ο δε χωρίς καμία συστολή δέχτηκε το ποτήρι από το χέρι του Εβραίου και αφού το σφράγισε με το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού εν ονόματι Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήπιε απ’ αυτό λίγο και το υπόλοιπο το έχυσε μέσα στο αγγείο, στο οποίο ήταν όλο το κρασί. Βλέποντας οι Εβραίοι το γενόμενο άρχισαν να φωνάζουν δυνατά κατά τη συνήθεια τους κάνοντας ταραχή μεγάλη και ζητούσαν από τον όσιο την τιμή του κρασιού διότι τάχα αδικήθηκαν απ’ αυτόν. Τότε ο Άγιος τους είπε ότι δεν τους εζημίωσε γι΄αυτό και δεν πρέπει να του ζητούν τίποτα αλλά μάλλον να τον ευχαριστούν διότι ευλόγησε το κρασί τους μια κι αυτοί είναι αμέτοχοι ευλογίας. Επειδή, δε έγινε δε μεγάλη φιλονικία μεταξύ του οσίου και των Εβραίων, βρέθηκαν εκεί Χριστιανοί, οι οποίοι, τον μεν δίκαιο ελευθέρωσαν από τις φωνές και την ταραχή των Εβραίων, εκείνους δε παρατήρησαν ευσχήμως. Η επέμβαση των Χριστιανών θεωρήθηκε μειωτική για τους Εβραίους γι΄αυτό και κατήγγειλαν τον Όσιο, ότι τους αδίκησε. Αμέσως ο Δούκας έστειλε και προσκάλεσε τον Όσιο Ιωσήφ ενώπιον του και τον ρώτησε για ποια αιτία τον εγκαλούν οι Εβραίοι. Και ο Άγιος Ιωσήφ αποκρίθηκε προς αυτόν λέγοντας: « Διερχόμενος την οδόν συνάντησα τούτους τους Εβραίους, οι οποίοι είχον εκεί εις την τριάδον εν αγγείον πλήρες οίνου, εκ του οποίου εγέμισαν εν ποτήριον και το έδωκαν εις χείρας μου, λέγοντας: «πίε τον οίνο τούτο»εγώ δε το ποτήριον δεξάμενος δεν εθέλησα να το γευθώ Ιουδαικώς αλλά Χριστιανικώς. Όθεν κατά Χριστόν ευλόγησας και σφραγίσας αυτό με το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, έπιον απ΄αυτού όσον ήθελον, το δε υπόλοιπον έχυσα εις εκείνο το αγγείον από το οποίο το έβγαλαν. Εξοχότατε, η δική σου αγχίνοια ας κρίνει εάν έκανα δικαίως ή αδίκως το τούτον έργον». Αφού άκουσε αυτά ο Δούκας, είπε στους Εβραίους: «Δεν έπρεπε να εγκαλέσετε τον τίμιον τούτον Πατέρα επειδή εσείς μεν διά να δείξετε τάχα αγάπη εις αυτόν, τον εδεξιώθητε ότε διήρχετο εκείθεν και του εδώκατε να πιεί από τον οίνο σας, αυτός δε επειδή ήταν αδύνατο να σας αντιδεξιωθεί, επειδή είστε αβάπτιστοι, ευλόγησε τον οίνον τον οποίον του εδώκατε με την ευλογίαν την οποίαν είχε. Τουναντίον έπρεπε να τον ευχαριστήσετε δια τούτο και όχι να τον εγκαλέσετε. Λάβετε λοιπόν τον οίνον σας και μη ενοχλείτε παραλόγως τον Άγιο τούτο γέροντα». Οι δε Εβραίοι είπαν: «Δεν μπορούμε να λάβουμε με κανέναν τρόπο τον οίνον τούτο επειδή δέχτηκε χριστιανική σφραγίδα». Τότε ο εξουσιαστής τους απάντησε: «Εσείς οι ίδιοι αποφασίζετε εναντίον σας και και δίκαιον είναι να στερηθείτε τούτον τον οίνο επειδή είστε στερημένοι και της ευλογίας, την οποίαν αυτός έχει. Ας δοθεί τελικώς εις φτωχούς Χριστιανούς, χωρίς καμίαν δόσην ή αντιμισθίαν». Έτσι το κρασί δόθηκε στους φτωχούς Χριστιανούς εις δόξαν του Χριστού, ο οποίους νικά τους πανούργους με την ίδια την πανουργία τους.Κατόπιν αυτού, οι Εβραίοι έφυγαν από το Κριτήριο σκυθρωποί και κατησχυμμένοι για τη βλεδυρή και βλαβερή πονηριά τους.

Το τέλος του Oσίου.

Ο ελεήμων Άγιος Ιωσήφ πολιτευθείς οσίως και θεαρέστως έζησε εβδομήντα και πλέον έτη επί της γης. Απήλθε προς Κύριον χαίρων κι αγαλλόμενος την 22 α Ιανουαρίου του έτους 1511 αφού ασθένησε. Ο άγιος της αγάπης και της ελεημοσύνης , των πτωχών και των αδυνάτων, κλήθηκε από τον Κύριον για να αναπαυθεί από τους κόπους του και να αμειφθεί με τις αιώνιες δωρεές στη Βασιλεία Του, να απολαύσει τα αιώνια αγαθά του Παραδείσου. Μετά το θάνατο του, συγκεντρωθέντες οι ιερείς της πόλεως, οι άρχοντες και ο λαός εκήδευσαν μεγαλοπρεπώς τον όσιο, ανταφιάσαντες το ιερό λείψανο στο Μονύδριο όπου από την παιδική του ηλικία είχε αφιερωθεί.

Το ιερό λείψανό του κατά την ανακομιδή βρέθηκε ακέραιο και να ευωδιάζει.

Μετά από αρκετό χρόνο κατόπιν θείας οπτασίας, υπεδείχθη η ανακομιδή των λειψάνων του. Όταν ανοίχτηκε ο τάφος μια μεγάλη κι ευχάριστη έκπληξη περίμενε τους Χριστιανούς. Το ιερό λείψανο του βρέθηκε σώο κι αβλαβές κι εξέπεμπε άρρητη ευωδία, σημάδι πως ο Ιερομόναχος Ιωσήφ ήταν ήδη μεταξύ των Αγίων. Μεταφέρθηκε, λοιπόν στο Ναό της Μονής όπου άρχισε να φτάνει πλήθος ευλαβών προσκυνητών. Πάμπολλα θαύματα εδραίωναν την πεποίθηση περί της αγιότητος του οσίου. Ασθενείς θεραπεύονταν, τυφλοί έβλεπαν, άλλοι οχλούμενοι από ακάθαρτα πνεύματα απαλλάσσονταν. Όλοι όσοι προσέτρεχαν μετά πίστεως, από οποιαδήποτε ασθένεια πάσχοντες, λάμβαναν ιατρειά. Ακολούθως, το σκήνωμα τοποθετήθηκε σε ξύλινη λάρνακα και παρέμεινε στο Ναό για προσκύνημα, όπου ο όσιος ιερουργούσε επί χρόνια.

Το σκήνωμα μεταφέρεται στη Ζάκυνθο.

Το ιερό λείψανο του Οσίου έμεινε στη Μονή έως το 1669 μ.Χ.. Τότε οι Τούρκοι κατέκτησαν το νησί και οι Κρήτες άρχισαν να αυτοεξορίζοντε. Πολλοί πήγαν στα Επτάνησα. Ανάμεσα σ’αυτούς ήταν κι ο ευλαβής ιερέας Αντώνιος Αρμάκης. Αυτός φεύγοντας από την Κρήτη πήρε μαζί του τον ατίμητο θησαυρό, το ιερό σκήνωμα του Αγίου Ιωσήφ και το πήγε για ασφάλεια στη Ζάκυνθο. Στις 29 Αυγούστου 1669 το κατέθεσε στα Ξεροβούνια στο γυναικείο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Μαντινειού. Εκεί έμεινε μέχρι το 1915 κι έπειτα μεταφέρθηκε στον ενοριακό Ιερό Ναό του Παντοκράτορος της κοινότητας Γαιτανίου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.

PHP Code Snippets Powered By : XYZScripts.com